παρακέλομαι

παρακέλομαι
Α
επικαλούμαι, ικετεύω («τὰς γουναζομένη... παρεκέκλετ' ἀοιδαῑς», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κέλομαι «παρακινώ, προτρέπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”